βολέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βολέ < γαλλική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βολέ ουδέτερο άκλιτο
- δυνατό σουτ που εκτελείται όταν η μπάλα είναι στον αέρα
βολέ ουδέτερο άκλιτο