βολαπιούκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βολαπιούκ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βολαπιούκ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο