βουτυρώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βουτυρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βουτυρώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βουτυρώνω
  3. θα βουτυρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βουτυρώνω