βρέξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βρέξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βρέχω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βρέχω
  3. θα βρέξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βρέχω