βραβευτεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βραβευτεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βραβεύομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βραβεύομαι
- θα βραβευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βραβεύομαι