βραδιάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βραδιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βραδιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βραδιάζω
- θα βραδιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βραδιάζω