βόρτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βόρτο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βόρτο ουδέτερο

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) θολωτή είσοδος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]