γαλάκτινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαλάκτινος < γάλα
Επίθετο
[επεξεργασία]γαλάκτινος
- γαλακτώδης, λευκός σαν γάλα
- τρυφερὴ μ᾽ ἤγρευσε Κλεὼ τὰ γαλάκτιν᾽, Ἄδωνι, τῇ σῇ κοψαμένη στήθεα (: τα λευκά σαν γάλα στήθη)