γαμήσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γαμήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γαμώ
- θα γαμήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γαμώ