γαμπρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαμπρίζω < γαμπρός
Ρήμα[επεξεργασία]
γαμπρίζω
- ψάχνω κορίτσι, για αγόρια που αντρώνονται και αναζητούν ερωτική σύντροφο
- εμφανίζομαι και συμπεριφέρομαι με ολοφάνερη την πρόθεσή μου να βρω ερωτική σύντροφο
- ψάχνω νύφη να παντρευτώ (παρωχημένο)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γαμπρίζω | γάμπριζα | θα γαμπρίζω | να γαμπρίζω | γαμπρίζοντας | |
β' ενικ. | γαμπρίζεις | γάμπριζες | θα γαμπρίζεις | να γαμπρίζεις | γάμπριζε | |
γ' ενικ. | γαμπρίζει | γάμπριζε | θα γαμπρίζει | να γαμπρίζει | ||
α' πληθ. | γαμπρίζουμε | γαμπρίζαμε | θα γαμπρίζουμε | να γαμπρίζουμε | ||
β' πληθ. | γαμπρίζετε | γαμπρίζατε | θα γαμπρίζετε | να γαμπρίζετε | γαμπρίζετε | |
γ' πληθ. | γαμπρίζουν(ε) | γάμπριζαν γαμπρίζαν(ε) |
θα γαμπρίζουν(ε) | να γαμπρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γάμπρισα | θα γαμπρίσω | να γαμπρίσω | γαμπρίσει | ||
β' ενικ. | γάμπρισες | θα γαμπρίσεις | να γαμπρίσεις | γάμπρισε | ||
γ' ενικ. | γάμπρισε | θα γαμπρίσει | να γαμπρίσει | |||
α' πληθ. | γαμπρίσαμε | θα γαμπρίσουμε | να γαμπρίσουμε | |||
β' πληθ. | γαμπρίσατε | θα γαμπρίσετε | να γαμπρίσετε | γαμπρίστε | ||
γ' πληθ. | γάμπρισαν γαμπρίσαν(ε) |
θα γαμπρίσουν(ε) | να γαμπρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γαμπρίσει | είχα γαμπρίσει | θα έχω γαμπρίσει | να έχω γαμπρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γαμπρίσει | είχες γαμπρίσει | θα έχεις γαμπρίσει | να έχεις γαμπρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει γαμπρίσει | είχε γαμπρίσει | θα έχει γαμπρίσει | να έχει γαμπρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γαμπρίσει | είχαμε γαμπρίσει | θα έχουμε γαμπρίσει | να έχουμε γαμπρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γαμπρίσει | είχατε γαμπρίσει | θα έχετε γαμπρίσει | να έχετε γαμπρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γαμπρίσει | είχαν γαμπρίσει | θα έχουν γαμπρίσει | να έχουν γαμπρίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαμπρίζω
|