γεηρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

γεηρός < γέα

Επίθετο

[επεξεργασία]

γεηρός, ός, όν

  • γήινος, απ΄τη γη
    ἃ νῦν αὐτῇ, ἅτε γῆν ἑστιωμένῃ, γεηρὰ καὶ πετρώδη πολλὰ καὶ ἄγρια περιπέφυκεν

Συνώνυμα

[επεξεργασία]