γελοίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γελοίως < γελοῖ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

γελοίως, συγκριτικός:γελοιοτέρως