γενικολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενικολογώ < γενικόλογος
Ρήμα[επεξεργασία]
γενικολογώ
- λέω γενικολογίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενικολογώ
|
γενικολογώ
|