γηροκομέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γηροκομέω < γηροκόμος

γηροκομέω-γηροκομῶ