γιαλέλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιαλέλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yalelli

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιαλέλι ουδέτερο

  1. (κρητικά) τραγούδι
    ※  Αλεξανδριανή φελάχα πως μπερδεύτηκα,
    τ’ αράπικα σου μάτια ερωτεύτηκα.
    Αραπίνα με γλυκαίνεις, αχ, με το γιαλέλι
    κι απ’ τα χειλάκια σου στάζουνε μέλι.
    Απόσπασμα στίχων από το ρεμπέτικο τραγούδι Αλεξανδριανή φελάχα, (1934) Ρόζα Εσκενάζυ, στίχοι: Ρόζα Εσκενάζυ, Μουσική: Δημήτρης Σέμσης, album: 78 στροφές.
  2. (κρητικά) (μεταφορικά) ιδιορρυθμία, ανυποχώρητη συμπεριφορά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014