γιουρδέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιουρδέλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιουρδέλι ουδέτερο
- κουβάς, συνήθως ξύλινος, που χρησιμοποιείται σε πηγάδια, σε πλοία ή για το άρμεγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιουρδέλι
|