γλείφεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γλύφεις

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

γλείφεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος γλείφω