γλυκάνουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

γλυκάνουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γλυκαίνω
  2. θα γλυκάνουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γλυκαίνω