γλυκομιλήσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γλυκομιλήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γλυκομιλώ
- θα γλυκομιλήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γλυκομιλώ