γλυφάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

γλυφάνω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γλυφαίνω
  2. θα γλυφάνω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γλυφαίνω