γούτσου γούτσου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γούτσου γούτσου < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
γούτσου γούτσου
- κατ΄ ιδίαν συνεύρεση - συζήτηση μεταξύ αλληλοσυμπαθούντων ατόμων με έκδηλες χειρονομίες
- (σκωπτικά) για άτομα που ενώ ανήκουν σε αντίπαλες παρατάξεις (πολιτικές, αθλητικές κ.λπ.) συνευρίσκονται με έκδηλη συμπάθεια.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γούτσου γούτσου
|