γρυκτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γρυκτός < γρῦ
Επίθετο
[επεξεργασία]γρυκτός, -ή, -όν
- κάτι που γρυλίζει, ψελλίζει κάποιος
- ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; (τολμάτε να πείτε κάτι; έχετε τίποτα να απαντήσετε, να ψελλίσετε;)