γρυκτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γρυκτός < γρῦ

Επίθετο

[επεξεργασία]

γρυκτός, -ή, -όν

  • κάτι που γρυλίζει, ψελλίζει κάποιος
ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; (τολμάτε να πείτε κάτι; έχετε τίποτα να απαντήσετε, να ψελλίσετε;)