γυιόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυιόω < γυιός
Ρήμα[επεξεργασία]
- γυιόω-γυιῶ
- τραυματίζω κάποιον
- καθιστώ κάποιον ανάπηρο στα χέρια ή στα πόδια, συνήθως στα πόδια
- αποδυναμώνω κάποιον
- παθητικό: τραυματίζομαι, μένω ανάπηρος, αλλά και αποδυναμώνομαι, χάνω τη δυναμή μου