γυμνάσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

γυμνάσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γυμνάζω
  2. θα γυμνάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γυμνάζω