γυμνάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυμνάζω < αρχαία ελληνική γυμνάζω < γυμνός
Ρήμα[επεξεργασία]
γυμνάζω ( παθητικό: γυμνάζομαι)
- κάνω συστηματικά σωματικές ασκήσεις που διατηρούν το σώμα ή ένα μέρος του σε καλή φόρμα
- γυμνάζει τους κοιλιακούς μύες
- υποβάλλω άλλον σε σωματική άσκηση
- κάνω τακτικές ασκήσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση πνευματικών ικανοτήτων ή νοητικών λειτουργιών, ή υποβάλλω άλλον σε τέτοιες ασκήσεις
- αυτές οι ασκήσεις βοηθάνε στη μνήμη και γυμνάζουν το μυαλό
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γυμνάζω | γύμναζα | θα γυμνάζω | να γυμνάζω | γυμνάζοντας | |
β' ενικ. | γυμνάζεις | γύμναζες | θα γυμνάζεις | να γυμνάζεις | γύμναζε | |
γ' ενικ. | γυμνάζει | γύμναζε | θα γυμνάζει | να γυμνάζει | ||
α' πληθ. | γυμνάζουμε | γυμνάζαμε | θα γυμνάζουμε | να γυμνάζουμε | ||
β' πληθ. | γυμνάζετε | γυμνάζατε | θα γυμνάζετε | να γυμνάζετε | γυμνάζετε | |
γ' πληθ. | γυμνάζουν(ε) | γύμναζαν γυμνάζαν(ε) |
θα γυμνάζουν(ε) | να γυμνάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γύμνασα | θα γυμνάσω | να γυμνάσω | γυμνάσει | ||
β' ενικ. | γύμνασες | θα γυμνάσεις | να γυμνάσεις | γύμνασε | ||
γ' ενικ. | γύμνασε | θα γυμνάσει | να γυμνάσει | |||
α' πληθ. | γυμνάσαμε | θα γυμνάσουμε | να γυμνάσουμε | |||
β' πληθ. | γυμνάσατε | θα γυμνάσετε | να γυμνάσετε | γυμνάστε | ||
γ' πληθ. | γύμνασαν γυμνάσαν(ε) |
θα γυμνάσουν(ε) | να γυμνάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γυμνάσει | είχα γυμνάσει | θα έχω γυμνάσει | να έχω γυμνάσει | ||
β' ενικ. | έχεις γυμνάσει | είχες γυμνάσει | θα έχεις γυμνάσει | να έχεις γυμνάσει | ||
γ' ενικ. | έχει γυμνάσει | είχε γυμνάσει | θα έχει γυμνάσει | να έχει γυμνάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γυμνάσει | είχαμε γυμνάσει | θα έχουμε γυμνάσει | να έχουμε γυμνάσει | ||
β' πληθ. | έχετε γυμνάσει | είχατε γυμνάσει | θα έχετε γυμνάσει | να έχετε γυμνάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γυμνάσει | είχαν γυμνάσει | θα έχουν γυμνάσει | να έχουν γυμνάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γυμνάζομαι | γυμναζόμουν(α) | θα γυμνάζομαι | να γυμνάζομαι | ||
β' ενικ. | γυμνάζεσαι | γυμναζόσουν(α) | θα γυμνάζεσαι | να γυμνάζεσαι | (γυμνάζου) | |
γ' ενικ. | γυμνάζεται | γυμναζόταν(ε) | θα γυμνάζεται | να γυμνάζεται | ||
α' πληθ. | γυμναζόμαστε | γυμναζόμαστε γυμναζόμασταν |
θα γυμναζόμαστε | να γυμναζόμαστε | ||
β' πληθ. | γυμνάζεστε | γυμναζόσαστε γυμναζόσασταν |
θα γυμνάζεστε | να γυμνάζεστε | (γυμνάζεστε) | |
γ' πληθ. | γυμνάζονται | γυμνάζονταν γυμναζόντουσαν |
θα γυμνάζονται | να γυμνάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γυμνάστηκα | θα γυμναστώ | να γυμναστώ | γυμναστεί | ||
β' ενικ. | γυμνάστηκες | θα γυμναστείς | να γυμναστείς | γυμνάσου | ||
γ' ενικ. | γυμνάστηκε | θα γυμναστεί | να γυμναστεί | |||
α' πληθ. | γυμναστήκαμε | θα γυμναστούμε | να γυμναστούμε | |||
β' πληθ. | γυμναστήκατε | θα γυμναστείτε | να γυμναστείτε | γυμναστείτε | ||
γ' πληθ. | γυμνάστηκαν γυμναστήκαν(ε) |
θα γυμναστούν(ε) | να γυμναστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γυμναστεί | είχα γυμναστεί | θα έχω γυμναστεί | να έχω γυμναστεί | γυμνασμένος | |
β' ενικ. | έχεις γυμναστεί | είχες γυμναστεί | θα έχεις γυμναστεί | να έχεις γυμναστεί | ||
γ' ενικ. | έχει γυμναστεί | είχε γυμναστεί | θα έχει γυμναστεί | να έχει γυμναστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γυμναστεί | είχαμε γυμναστεί | θα έχουμε γυμναστεί | να έχουμε γυμναστεί | ||
β' πληθ. | έχετε γυμναστεί | είχατε γυμναστεί | θα έχετε γυμναστεί | να έχετε γυμναστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γυμναστεί | είχαν γυμναστεί | θα έχουν γυμναστεί | να έχουν γυμναστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | γυμνάζω | γυμνάζομαι |
Παρατατικός | ἐγύμναζον | ἐγυμναζόμην |
Μέλλοντας | γυμνάσω | γυμνάσομαι και γυμνασθήσομαι |
Αόριστος | ἐγύμνασα | ἐγυμνασάμην και ἐγυμνάσθην |
Παρακείμενος | γεγύμνακα | γεγύμνασμαι |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυμνάζω < γυμνός και -άζω
Ρήμα[επεξεργασία]
γυμνάζω
- ασκώ κάποιον, τον γυμνάζω
- φθείρω, στενοχωρώ
- ασκούμαι εγώ
- εφαρμόζω
[επεξεργασία]
- γυμνασία
- γυμνάσιον
- γυμναστέον
- γυμνάς-άδος (ο γυμνασμένος)
- γυμνήτης και γυμνής, γυμνητεύω, γυμνητικός
- γυμνικός
- γυμνόω-γυμνῶ, γύμνωσις
- γύμνασμα
- γυμναστής
- γυμναστικός
- γυμναστική
- Γυμνήσιαι νήσοι (οι Βαλεαρίδες, για την ικανότητα των ντόπιων στη σφενδόνη)
- γυμνοπαιδίαι
- γυμνοσοφισταί
- γυμνασίαρχος, γυμνασιαρχέω, γυμνασιαρχία