γυμνασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυμνασία < γυμνάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυμνασία θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- γύμνασμα η άθληση αλλά και η συγκεκριμένη άσκηση, η εφαρμογή