γυμνήτης
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυμνήτης < γυμνάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυμνήτης-ου ( και γυμνής-ῆτος)
- ο γυμνός
- ο ψιλός, ο ελαφρά οπλισμένος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κριτίας, 119b
- ἀναβάτας, ἔτι δὲ συνωρίδα χωρὶς δίφρου καταβάτην τε μικράσπιδα καὶ τὸν ἀμφοῖν μετ' ἐπιβάτην τοῖν ἵπποιν ἡνίοχον ἔχουσαν, ὁπλίτας δὲ δύο καὶ τοξότας σφενδονήτας τε ἑκατέρους δύο, γυμνῆτας δὲ λιθοβόλους καὶ ἀκοντιστὰς τρεῖς ἑκατέρους, ναύτας δὲ τέτταρας εἰς πλήρωμα διακοσίων καὶ χιλίων νεῶν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κριτίας, 119b
- στο Άργος, ο δούλος