γυψώσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

γυψώσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γυψώνω
  2. θα γυψώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γυψώνω