δαιμονιστώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δαιμονιστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δαιμονίζομαι
- θα δαιμονιστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δαιμονίζομαι