δαιμονίζομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δαιμονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος δαιμονίζω (ελληνιστική κοινή) δαιμονίζομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]δαιμονίζομαι, πρτ.: δαιμονιζόμουν, στ.μέλλ.: θα δαιμονιστώ, αόρ.: δαιμονίστηκα, μτχ.π.π.: δαιμονισμένος
- βρίσκομαι υπό την επήρεια δαιμόνων
- (μεταφορικά) γίνομαι έξαλλος, εξαγριώνομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δαιμονίζομαι
|