δακρύσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

δακρύσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δακρύζω
  2. θα δακρύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δακρύζω