δακρύζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δακρύζω < αρχαία ελληνική δακρύω < δάκρυ / δάκρυον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dáḱru < *dr̥ḱ-h₂eḱru
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]δακρύζω
- κλαίω, βγάζω δάκρυα (σταγόνες νερού) από τις άκρες των ματιών μου λόγω έντονης λύπης ή χαράς, αλλά και ως φυσιολογική αντίδραση σε εξωτερικό ερέθισμα όπως το κόψιμο κρεμμυδιού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- δάκρυσμα
- δακρυσμένα
- δακρυσμένος
- → δείτε τη λέξη δάκρυ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δακρύζω | δάκρυζα | θα δακρύζω | να δακρύζω | δακρύζοντας | |
β' ενικ. | δακρύζεις | δάκρυζες | θα δακρύζεις | να δακρύζεις | δάκρυζε | |
γ' ενικ. | δακρύζει | δάκρυζε | θα δακρύζει | να δακρύζει | ||
α' πληθ. | δακρύζουμε | δακρύζαμε | θα δακρύζουμε | να δακρύζουμε | ||
β' πληθ. | δακρύζετε | δακρύζατε | θα δακρύζετε | να δακρύζετε | δακρύζετε | |
γ' πληθ. | δακρύζουν(ε) | δάκρυζαν δακρύζαν(ε) |
θα δακρύζουν(ε) | να δακρύζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δάκρυσα | θα δακρύσω | να δακρύσω | δακρύσει | ||
β' ενικ. | δάκρυσες | θα δακρύσεις | να δακρύσεις | δάκρυσε | ||
γ' ενικ. | δάκρυσε | θα δακρύσει | να δακρύσει | |||
α' πληθ. | δακρύσαμε | θα δακρύσουμε | να δακρύσουμε | |||
β' πληθ. | δακρύσατε | θα δακρύσετε | να δακρύσετε | δακρύστε | ||
γ' πληθ. | δάκρυσαν δακρύσαν(ε) |
θα δακρύσουν(ε) | να δακρύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δακρύσει | είχα δακρύσει | θα έχω δακρύσει | να έχω δακρύσει | ||
β' ενικ. | έχεις δακρύσει | είχες δακρύσει | θα έχεις δακρύσει | να έχεις δακρύσει | ||
γ' ενικ. | έχει δακρύσει | είχε δακρύσει | θα έχει δακρύσει | να έχει δακρύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δακρύσει | είχαμε δακρύσει | θα έχουμε δακρύσει | να έχουμε δακρύσει | ||
β' πληθ. | έχετε δακρύσει | είχατε δακρύσει | θα έχετε δακρύσει | να έχετε δακρύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δακρύσει | είχαν δακρύσει | θα έχουν δακρύσει | να έχουν δακρύσει |
|