κλαίω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλαίω < αρχαία ελληνική κλαίω < πρωτοελληνική[1] ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή[1] *kleh₂u-[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
κλαίω, πρτ.: έκλαιγα, αόρ.: έκλαψα, παθ.φωνή: κλαίγομαι, π.αόρ.: κλαύτηκα, μτχ.π.π.: κλαμένος
- τρέχουν δάκρυα από τα μάτια μου (και κάποτε φωνάζω), εξαιτίας κάποιας (ευχάριστης ή -συνήθως- δυσάρεστης) ψυχικής αναταραχής ή πόνου (ή για άλλους λόγους, π.χ. καθάρισμα κρεμμυδιών!)
- ※ Μου ερχόταν να κλάψω από απελπισία. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
- στενοχωριέμαι
- (παθητική φωνή) κλαίγομαι: παραπονιέμαι συνεχώς, ενίοτε χωρίς σοβαρό λόγο
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βαράτε (τραβάτε) με κι ας κλαίω
- βάζω τη σκούπα (γάτα) μου να κλαίει
- θα κλάψουν μανούλες
- κλαίνε οι χήρες, κλαίνε και οι παντρεμένες;
- κλαίω και οδύρομαι
- κλαίω με μαύρο δάκρυ
- κλαίει τη μοίρα του
- κλάφ’ τα, Χαράλαμπε
- να τον κλαίνε οι ρέγγες
- ούτε κλαίει ούτε γελάει
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλαίω | έκλαιγα | θα κλαίω | να κλαίω | κλαίγοντας | |
β' ενικ. | κλαις | έκλαιγες | θα κλαις | να κλαις | κλαίγε | |
γ' ενικ. | κλαίει | έκλαιγε | θα κλαίει | να κλαίει | ||
α' πληθ. | κλαίμε | κλαίγαμε | θα κλαίμε | να κλαίμε | ||
β' πληθ. | κλαίτε | κλαίγατε | θα κλαίτε | να κλαίτε | κλαίγετε | |
γ' πληθ. | κλαίνε | έκλαιγαν κλαίγανε |
θα κλαίνε | να κλαίνε | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκλαψα | θα κλάψω | να κλάψω | κλάψει | ||
β' ενικ. | έκλαψες | θα κλάψεις | να κλάψεις | κλάψε | ||
γ' ενικ. | έκλαψε | θα κλάψει | να κλάψει | |||
α' πληθ. | κλάψαμε | θα κλάψουμε | να κλάψουμε | |||
β' πληθ. | κλάψατε | θα κλάψετε | να κλάψετε | κλάψτε | ||
γ' πληθ. | έκλαψαν κλάψαν(ε) |
θα κλάψουν(ε) | να κλάψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλάψει | είχα κλάψει | θα έχω κλάψει | να έχω κλάψει | ||
β' ενικ. | έχεις κλάψει | είχες κλάψει | θα έχεις κλάψει | να έχεις κλάψει | ||
γ' ενικ. | έχει κλάψει | είχε κλάψει | θα έχει κλάψει | να έχει κλάψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλάψει | είχαμε κλάψει | θα έχουμε κλάψει | να έχουμε κλάψει | ||
β' πληθ. | έχετε κλάψει | είχατε κλάψει | θα έχετε κλάψει | να έχετε κλάψει | ||
γ' πληθ. | έχουν κλάψει | είχαν κλάψει | θα έχουν κλάψει | να έχουν κλάψει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλαίω
- ↑ 1,0 1,1 1,2 Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.