κλαυτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλαυτός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

κλαυτός

  • αυτόν που τον κλαίνε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]