κλαίγομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

κλαίγομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος κλαίω
  2. παραπονιέμαι (συχνά), ενίοτε χωρίς (σοβαρό) λόγο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]