κλαίγομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κλαίγομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κλαίω
- παραπονιέμαι (συχνά), ενίοτε χωρίς (σοβαρό) λόγο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κλαίω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλαίγομαι