cry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cry | cries |
cry (en)
- η κραυγή
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | cry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cries |
αόριστος | cried |
παθητική μετοχή | cried |
ενεργητική μετοχή | crying |
cry (en)