στραβώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στραβώνω < στραβός + -ώνω < αρχαία ελληνική στρεβλόω

Ρήμα[επεξεργασία]

στραβώνω

  1. (μεταβατικό) κάνω στραβό κάτι που είναι ίσιο
    στράβωσε λίγο το σύρμα στην άκρη για να μη βρίσκει αντίσταση όταν το σπρώχνεις
  2. (μεταβατικό) τυφλώνω, συνήθως μεταφορικά
    Ο ήλιος καίει και στραβώνει. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
  3. (αμετάβατο) γίνομαι στραβός, παύω να είμαι ίσιος
    εκτός από όλα τα άλλα στράβωσε και ο άξονας και πρέπει να πάει στην καλίμπρα
  4. (αμετάβατο) (μεταφορικά) παίρνω λανθασμένη ή κακή τροπή

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]