στρεβλόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρεβλόω < στρεβλός + -όω < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-

Ρήμα[επεξεργασία]

στρεβλόω

  1. στρίβω
  2. συστρέφω
  3. βασανίζω με σχετικό τρόπο (στρίβοντας)
  4. (μεταφορικά) παραποιώ, διαστρεβλώνω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]