στρεβλόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρεβλόω < στρεβλός + -όω < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-
Ρήμα
[επεξεργασία]στρεβλόω
- στρίβω
- συστρέφω
- βασανίζω με σχετικό τρόπο (στρίβοντας)
- (μεταφορικά) παραποιώ, διαστρεβλώνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- στρεβλόω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρεβλόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.