αντίδραση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντίδραση οι αντιδράσεις
      γενική της αντίδρασης* των αντιδράσεων
    αιτιατική την αντίδραση τις αντιδράσεις
     κλητική αντίδραση αντιδράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιδράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντίδραση < (ελληνιστική κοινήἀντίδρασις < αρχαία ελληνική ἀντιδράω / ἀντιδρῶ < ἀντί + δράω / δρῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *derǝ- / drā- (δρω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική réaction)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /anˈdi.ðɾa.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντίδραση θηλυκό

  1. ενέργεια που αντιτίθεται σε άλλη (και την εξουδετερώνει)
     συνώνυμα: αντενέργεια, αντίθεση, αντίσταση
  2. εχθρική στάση στην (πολιτική και κοινωνική) πρόοδο
     συνώνυμα: αντιδραστικότητα, συντηρητικότητα, συντηρητισμός
     αντώνυμα: προοδευτικότητα, φιλελευθερισμός
  3. (φυσική) αντίρροπη δύναμη ίσης έντασης
  4. (φυσική) διάσπαση του πυρήνα ραδιενεργού ατόμου
  5. (χημεία) αμφίδρομη επίδραση ενός χημικού στοιχείου σε άλλο (και δημιουργία χημικής ένωσης)
  6. (ιατρική) εξέταση με χρήση αντιδραστηρίων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]