αντιδραστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιδραστήριο < (καθαρεύουσα) αντιδραστήριον < αντιδρώ + -τήριον (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réactif)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιδραστήριο ουδέτερο
- (χημεία) γνωστή χημική ένωση ή ουσία που προστίθεται σ’ ένα σύστημα, προκειμένου να ελεγχθεί, να μελετηθεί ή να ταυτοποιηθεί με την χημική αντίδραση που θα προκληθεί άλλη (ή άλλες) άγνωστη χημική ουσία
- χημικές ενώσεις αποθηκευμένες σε μπουκάλι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)