δεηθείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

δεηθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δέομαι
  2. θα δεηθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δέομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος δέομαι