δειπνήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δειπνήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δειπνώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δειπνώ
- θα δειπνήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δειπνώ