δευτερολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δευτερολογώ < (ελληνιστική κοινή)
Ρήμα
[επεξεργασία]δευτερολογώ
- κάνω τη δευτερολογία μου, ανεβαίνω στο βήμα για δεύτερη φορά, προκειμένου να διευκρινίσω κάποια σημεία, να απαντήσω σε ερωτήσεις, επιχειρήματα ή αιτιάσεις αντιπάλων κλπ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δευτερολογώ
|