δεχτεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

δεχτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δέχομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δέχομαι
  3. θα δεχτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δέχομαι