διάρριψις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάρριψις < διαρρίπτω (διασκορπίζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διάρριψις θηλυκό

  1. διασκόρπιση
    τὰ δὲ τῶν ἐμῶν συσκήνων σκεύη διέρριψας. - ἀλλ᾽ ἡ μὲν διάρριψις, ἔφη ὁ Ξενοφῶν, τοιαύτη τις ἐγένετο (Ξενοφ. Κύρου Ανάβασις Ε΄, 5.8.7)