διαίρει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διαίρει

  • β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος διαιρώ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]