Μετάβαση στο περιεχόμενο

διαιτολόγε

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

διαιτολόγε αρσενικό ή θηλυκό