διαμαρτυρήσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαμαρτυρήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαμαρτυρώ
- θα διαμαρτυρήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαμαρτυρώ