διαμείνει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαμείνει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαμένω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαμένω
- θα διαμείνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαμένω