διανθίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διανθίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διανθίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διανθίζομαι | διανθιζόμουν(α) | θα διανθίζομαι | να διανθίζομαι | ||
β' ενικ. | διανθίζεσαι | διανθιζόσουν(α) | θα διανθίζεσαι | να διανθίζεσαι | (διανθίζου) | |
γ' ενικ. | διανθίζεται | διανθιζόταν(ε) | θα διανθίζεται | να διανθίζεται | ||
α' πληθ. | διανθιζόμαστε | διανθιζόμαστε διανθιζόμασταν |
θα διανθιζόμαστε | να διανθιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διανθίζεστε | διανθιζόσαστε διανθιζόσασταν |
θα διανθίζεστε | να διανθίζεστε | (διανθίζεστε) | |
γ' πληθ. | διανθίζονται | διανθίζονταν διανθιζόντουσαν |
θα διανθίζονται | να διανθίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διανθίστηκα | θα διανθιστώ | να διανθιστώ | διανθιστεί | ||
β' ενικ. | διανθίστηκες | θα διανθιστείς | να διανθιστείς | διανθίσου | ||
γ' ενικ. | διανθίστηκε | θα διανθιστεί | να διανθιστεί | |||
α' πληθ. | διανθιστήκαμε | θα διανθιστούμε | να διανθιστούμε | |||
β' πληθ. | διανθιστήκατε | θα διανθιστείτε | να διανθιστείτε | διανθιστείτε | ||
γ' πληθ. | διανθίστηκαν διανθιστήκαν(ε) |
θα διανθιστούν(ε) | να διανθιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διανθιστεί | είχα διανθιστεί | θα έχω διανθιστεί | να έχω διανθιστεί | διανθισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διανθιστεί | είχες διανθιστεί | θα έχεις διανθιστεί | να έχεις διανθιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διανθιστεί | είχε διανθιστεί | θα έχει διανθιστεί | να έχει διανθιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διανθιστεί | είχαμε διανθιστεί | θα έχουμε διανθιστεί | να έχουμε διανθιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διανθιστεί | είχατε διανθιστεί | θα έχετε διανθιστεί | να έχετε διανθιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διανθιστεί | είχαν διανθιστεί | θα έχουν διανθιστεί | να έχουν διανθιστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανθίζομαι
|